εξωπραγματικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα, ο φανταστικός 2. ο μη εφαρμόσιμος, ο ανεφάρμοστος, ο ανέφικτος … Dictionary of Greek
ευπαράληπτος — εὐπαράληπτος, ον (Μ) αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα ληπτός «εφαρμόσιμος»] … Dictionary of Greek
παραληπτός — ή, όν, Α [παραλαμβάνω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει κανείς 2. ο κατάλληλος για εφαρμογή, εφαρμόσιμος («οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek
πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… … Dictionary of Greek